ευστάθεια

ευστάθεια
η
1) устойчивость; 2) перен. твёрдость, стойкость; постоянство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευστάθεια" в других словарях:

  • εὐσταθείᾳ — εὐσταθείᾱͅ , εὐστάθεια stability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστάθεια — stability fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — η σταθερότητα, στερεότητα, μονιμότητα: Ευστάθεια χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευστάθεια του πυρήνα — Κατάσταση του ατομικού πυρήνα που εξαρτάται από το έλλειμμα μάζας και εκφράζεται με τον λόγο μεταξύ του αριθμού των νετρονίων και του αριθμού των πρωτονίων που υπάρχουν σε αυτόν. Σε ένα διάγραμμα των πυρήνων όπου ο αριθμός των πρωτονίων Ζ (ή… …   Dictionary of Greek

  • εὐσταθείας — εὐσταθείᾱς , εὐστάθεια stability fem acc pl εὐσταθείᾱς , εὐστάθεια stability fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθειῶν — εὐστάθεια stability fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθείης — εὐστάθεια stability fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθίη — εὐστάθεια stability fem nom/voc sg (epic ionic) εὐσταθίη stability fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστάθειαν — εὐστάθεια stability fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»